- φρονούντως
- φρονούντωςwiselyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρονούντως — Α επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, οῦντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek